Η Ελληνική Αμπελουργία, παρά τη μακραίωνη ιστορία της, τον πλούτο των πληροφοριών, τεκμηρίων και έργων τέχνης και τον σημαντικό ρόλο του κρασιού στην καθημερινή ζωή των Ελλήνων (ως βασικό είδος διατροφής και ιερό σύμβολο θείας κοινωνίας) δεν έχει επαρκώς ερευνηθεί.
Πολύ περισσότερο δεν έχει γραφτεί ακόμη μια ιστορία του ελληνικού κρασιού. Η βεβαιωμένη από τα προϊστορικά ακόμη χρόνια καλλιέργεια της αμπέλου σε συνδυασμό με τη μυθολογία και τις παραδόσεις που σώζονται εν μέρει μέχρι και σήμερα, η ιερότητα με την οποία έχει περιβληθεί το κρασί – οίνος από τη σχέση του προς τη λατρεία του Διονύσου, αλλά και τη χριστιανική λατρεία σε όλο τον ελληνικό χώρο καθιστά ιδιαίτερα σημαντική την έρευνα και μελέτη της.
H αμπελουργία και η οινοποιία ως αγροτικές εργασίες δεν αποτελούν θέμα της τέχνης. Αντίθετα πολλές είναι οι παραστάσεις από συμπόσια. Το κρασί απαραίτητο στα συμπόσια, θαύμα του Διονύσου, με θεϊκή προέλευση, και η κληματαριά με σταφύλια με ή χωρίς τον Διόνυσο και σατύρους ή σειληνούς και μαινάδες είναι από τα αγαπημένα θέματα στα ερυθρόμορφα και μελανόμορφα αγγεία. Η αττική αγγειογραφία δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στο θέμα του συμποσίου και οι σκηνές με άντρες και εταίρες, ή μόνον εταίρες, ανακεκλιμένες στα ανάκλιντρά τους να πίνουν κρασί, να τραγουδούν ή να ακούν μουσική ή να παίζουν διάφορα παιχνίδια είναι συχνές.
Το κρασί χρησιμοποιείται επίσης σε σπονδές. Έτσι ένας βωμός, μια οινοχόη και μια φιάλη είναι απαραίτητα εικονογραφικά στοιχεία της σπονδής. Επίσης ο βότρυς, ο Διόνυσος και τα αγγεία οινοποσίας είναι συνηθισμένα θέματα σε νομίσματα της αρχαιότητας. Η ποικιλία των τύπων, ο πλούτος και η εμμονή των ελληνικών πόλεων στην εν λόγω θεματογραφία δηλώνει τη σημασία που απέδιδαν στην καλλιέργεια της αμπέλου και στο κρασί, είτε γιατί αποτελούσε βασικό στοιχείο της παραγωγής και των εμπορικών τους δραστηριοτήτων, είτε εξαιτίας της άμεσης σχέσης του με τη λατρεία του Διονύσου, είτε και για τα δύο μαζί, καθώς Διόνυσος και άμπελος-οίνος συμπορεύονται.
Η αρχαιότερη γραπτή μαρτυρία για τη μεταφορά κρασιού διά θαλάσσης δίδεται στον Όμηρο. Στην ένατη ραψωδία της Ιλιάδας (στίχ. 71-72), ο Νέστορας θυμίζει στον Αγαμέμνονα πως τα κελάρια είναι γεμάτα κρασί, που μεταφέρουν κάθε μέρα από τη Θράκη τα πλοία των Αχαιών, διασχίζοντας το πέλαγος. Από αυτούς τους στίχους και από αρκετούς άλλους διαπιστώνουμε την ύπαρξη ενός εντατικού εμπορίου κρασιού τον 8ον αιώνα π.Χ. μεταξύ Θράκης, Λήμνου και Τροίας.
Η έρευνα και οι γνώσεις μας στη διεξαγωγή του εμπορίου του κρασιού στην αρχαιότητα βρίσκονται ακόμη στην αρχή, μιας κι η προέλευση ενός σημαντικού αριθμού αμφορέων μάς είναι ακόμη άγνωστη και συνεπώς μας είναι άγνωστοι και πολλοί εμπορικοί δρόμοι. Το πρόβλημα της προέλευσής τους γίνεται ακόμη πιο πολύπλοκο όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο της απομίμησης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Κύπρος, που στα ελληνιστικά χρόνια είχε υιοθετήσει τον χαρακτηριστικό τύπο των αμφορέων της Ρόδου, στην προσπάθειά της να πουλήσει το κρασί της σαν ροδίτικο. Στην αυτοκρατορική περίοδο η Κρήτη μιμείται επίσης τους αμφορείς της Κω και της Ρόδου, πράγμα που δυσκολεύει το έργο μας, αλλά παράλληλα μας οδηγεί και σε νέους προβληματισμούς καθώς και συμπεράσματα.
Σε επίπεδο λαϊκής λατρείας ο Διόνυσος, με τον οποίο είναι συνδεδεμένη η άμπελος, εκπροσωπεί την αφθονία της φύσης από την άνοιξη με την ανθοφορία ως το φθινόπωρο με την καρποφορία και η λατρεία του, η οποία εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους και όλες τις εποχές του έτους, αποσκοπεί στη γονιμότητα και την καρποφορία της γης.
Για τη βυζαντινή περίοδο η αμπελουργία και η οινοπαραγωγή σύμφωνα με τις πηγές είναι εκτεταμένη και εντατική σε περιοχές της αυτοκρατορίας που παράγουν καλά και ονομαστά κρασιά, όπως αυτά της Θάσου, της Χίου και της Μυτιλήνης, της Ικαρίας, της Ρόδου, της Κω, της Εύβοιας, της Σάμου, της Νάξου, της Κρήτης, της Σαντορίνης, της Καρπάθου, της Θράκης και της Κύπρου. Πολλά από αυτά είναι ήδη γνωστά από την αρχαιότητα και εξακολουθούν να παράγονται και κατά την τουρκοκρατία. Το σκοπελίτικο, το μοσχάτο της Σάμου, η κουμανταρία της Κύπρου, η μαλβαζία της Κρήτης είναι κρασιά που η φήμη τους ξεπερνάει τον χώρο παραγωγής τους και απασχολούν τους Ευρωπαίους εμπόρους και πελάτες.
Ιδιαίτερα η μαλβαζία, όπως μας πληροφορεί ο περιηγητής Pierre Belon κατά τον 16ο αιώνα είναι περιζήτητη και τα πλοία έφθαναν στην Κρήτη από Γερμανία, Αγγλία, Ιταλία και Γαλλία για να την προμηθευτούν. Ο ίδιος περιηγητής εκθειάζει το κρασί της Σαντορίνης. Βεβαίως υπάρχουν και τα δεύτερα και κακά κρασιά, τα νοθευμένα ή νερωμένα, με γεύση ρετσίνας ή γύψου, τα οποία κατηγορούν οι περιηγητές.
Με δεδομένο ότι η άμπελος και τα προϊόντα της, το σταφύλι και το κρασί, αποτελούν κύρια προϊόντα της ελληνικής γης από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και ότι η εξέλιξη του ελληνικού αμπελώνα είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ιστορία του τόπου και την εξέλιξη της νεοελληνικής κοινωνίας εξετάζουμε πτυχές της ιστορίας του ελληνικού κρασιού που αποτελεί κατά βάση συμπλήρωμα της καθημερινής του διατροφής, ιδιαίτερα στον αγροτικό χώρο, συνδέεται αναπόσπαστα με το γεύμα ή το δείπνο, όπως το ψωμί και το λάδι, και θεωρείται ιερό, αφού χρησιμοποιείται απαραιτήτως σε όλες τις εκκλησιαστικές λειτουργίες.
Η με μέτρο κατανάλωση οίνου θεωρήθηκε ανέκαθεν ευεργετική για την υγεία, πράγμα που φαίνεται να τηρείται σε γενικές γραμμές στην παραδοσιακή κοινωνία, ενώ η κατάχρησή του βλαβερή, όχι μόνο για την υγεία αλλά και για την κοινωνική υπόσταση.
Ο μέθυσος λοιδωρείται και σατιρίζεται. Τραγούδια, παροιμίες και διηγήσεις αναφέρονται συχνά στον μεθυσμένο, ο οποίος θεωρείται πιο επικίνδυνος και από τον τρελό, αφού κατά την παροιμία: «Ο τρελός είδε τον μεθυσμένο κι έφυγε».
Αλλά και φόνο μπορεί να διαπράξει ο μεθυσμένος. Έτσι ο Μενούσης μεθυσμένος γυρίζει από την ταβέρνα και σφάζει τη γυναίκα του, ενώ το πρωί «ξεμεθυσμένος» θρηνεί για την πράξη του και προσπαθεί ματαίως να επανορθώσει.
Η κατανάλωση του κρασιού στην παραδοσιακή κοινότητα συμβαδίζει με τον λιτό τρόπο διατροφής, το κλίμα, τις επαγγελματικές ασχολίες και τη θρησκεία. Καθημερινό είδος διατροφής όχι μόνο στις περιοχές που παράγεται, καταξιωμένο στη λαϊκή φυσιολογία, την ιατρική και τη θρησκεία, με τις μαγικές του ιδιότητες αποτελεί το συμπλήρωμα του λιτού γεύματος.
Της Αικατερίνης Πολυμέρου – Καμηλάκη, Διευθύντριας του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου